- κρόβαλος
- κρόβαλος· ὁ μαλλὸς τῶν παιδίων, καὶ αἱ τρίχες τῶν αἰδοίων, Hsch. [full] κροβάντιον· πολίον, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρόβαλος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μάλλος τῶν παιδίων, και αἱ τρίχες τῶν αἰδοίων» … Dictionary of Greek